- ανακρίθηκε
- бил иcпрашуван
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
αβασάνιστος — η, ο (Α ἀβασάνιστος, ον) [βασανίζω] 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, σε δοκιμασία, ανεξέλεγκτος, ανερεύνητος, αδοκίμαστος, ανεξέταστος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα (ταλαιπωρίες, στενοχώριες κ.λπ.), ο αταλαιπώρητος (στα αρχ. το επίρρ … Dictionary of Greek
Μασούτης, Ανδρέας — (18ος αι.). Εθνικός αγωνιστής από τη Λάρισα. Υπήρξε συνεργάτης του Ρήγα Βελεστινλή, μετά από τη σύλληψη του οποίου, ο Μ. ανακρίθηκε από τις αυστριακές αρχές, αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερος … Dictionary of Greek
ανακρίνω — κρινα, κρίθηκα, κριμένος, με ερωτήσεις προσπαθώ να εξακριβώσω την αλήθεια: Ανακρίθηκε κοντά τρεις ώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)